αφοσιώνω

αφοσιώνω
(AM ἀφοσιῶ, -όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.)
αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου
νεοελλ.
(-ώνομαι)
1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον
2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο
3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, -η, -ο
ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός, θιασώτης
αρχ.-μσν.
1. εξαγνίζω
2. καθιερώνω, αφιερώνω
αρχ.
ἀφοσιοῡμαι
1. απαλλάσσομαι από υποχρέωση ή καθήκον, εκπληρώνω υποχρέωση ή καθήκον
2. αποτρέπω κατάρα, κακό οιωνό ή τις συνέπειες ενός εγκλήματος
3. κάνω κάτι για τον τύπο, για τα μάτια
4. προβάλλω ως πρόφαση, προφασίζομαι
5. αποφεύγω, απέχω από κάτι για θρησκευτικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αφοσιώ < αφ- (< απο-) + οσιώ (-όω) < όσιος. Το νεοελλ. αφοσιώνομαι < μέσ. αφοσιούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”